- ἀγούρους
- ἄγουροςyouthmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… … Dictionary of Greek
αγουροκόβω — 1. κόβω τους καρπούς προτού ωριμάσουν, άγουρους, αγίνωτους 2. διακόπτω, σταματώ κάτι πρόωρα … Dictionary of Greek
αγουρομαζεύω — μαζεύω τους καρπούς άγουρους, αγουροκόβω* … Dictionary of Greek
αγουροτρώγω — και αγουροτρώω τρώγω άγουρους καρπούς … Dictionary of Greek
αγουροφάγος — ο αυτός που κλέβει και τρώει άγουρους ακόμα τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + παραγ. κατάληξη φάγος] … Dictionary of Greek
μηλικός — ή, ό [μήλο] 1. αυτός που προέρχεται από μήλα 2. φρ. «μηλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, δικαρβονικό υδροοξύ, που εξάγεται από τους άγουρους καρπούς, όπως λ.χ. μήλα, σταφύλια, φραγκοστάφυλα κ.ά … Dictionary of Greek
πεψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο σε μορφή αδρανή, που εκκρίνουν οι αδένες του στομάχου ως πεψιγόνο και το οποίο μετατρέπεται σε π. υπό την επίδραση του υδροχλωρικού οξέος του γαστρικού υγρού και του ήδη ενεργοποιηθέντος πλάσματος του ένζυμου. Η π. σε όξινο… … Dictionary of Greek
πηκτόζη — η, Ν (βιοχ.) γλυκιδικό σύμπλοκο που απαντά στα φυτά και συνδέεται με την κυτταρίνη ως δομικό συστατικό τών κυτταρικών τοιχωμάτων, είναι αδιάλυτη και απαντά στους άγουρους καρπούς, αλλά μετατρέπεται σε διαλυτή κατά την ωρίμαση τους. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… … Dictionary of Greek
γλυοξυλικό οξύ — Έτσι ονομάζεται το αιθαναλοϊκό οξύ με τύπο Ο=CH COOH. Πρόκειται για ασταθή μεταβολίτη που παίρνει μέρος σε πολλές αντιδράσεις έμβιων οργανισμών. Είναι ένα οξύ που παρουσιάζει τόσο τις ιδιότητες των οξέων όσο και της αλδεϋδομάδας που περιέχει.… … Dictionary of Greek